Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τριπλάσιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρῐπλάσιος[ᾰ], , -ον, I. τρεις φορές άλλος τόσος, τρεις φορές τόσο μεγάλος όσο..., με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (ενν. τῆς προτέρας), σε Ξεν. II. τριπλάσιον, ως επίρρ., τριπλάσιον, τρεις φορές τόσο πολύ, σε Αριστοφ.