LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τριετηρίς"
- τρι-ετηρίς (ενν. ἑορτή), -ίδος, ἡ, 1. εορτή που τελείται κάθε τρία χρόνια, σε Ηρόδ., Ευρ. 2. (ενν. περίοδος), κύκλος ή περίοδος τριών ετών, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστ.