Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τριβή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρῐβή, (τρίβωI. τριβή, φθορά, καταστροφή, σε Αισχύλ. II. άσκηση, αντίθ. προς τη θεωρία, σε Ξεν.· επίσης, απλή άσκηση ή ενέργεια, μηχανική και συνήθης ενέργεια, αντίθ. προς την αληθινή τέχνη, σε Πλάτ. III. αυτό για το οποίο κάποιος φροντίζει, ασχολείται και ανησυχεί, αντικείμενο φροντίδας, μέριμνας, αγάπης, Λατ. cura, σε Αισχύλ. IV.1. λέγεται για τον χρόνο, δαπάνη, ξόδεμα χρόνου, σε Σοφ., Πλάτ.· ἀξίαντριβὴν ἔχει, ο χρόνος δαπανήθηκε καλώς, σε Αισχύλ.· βίος οὐκ ἄχαρις ἐς τὴν τριβήν, ζωή την οποία διέρχεται κάποιος με ευχαρίστηση, σε Αριστοφ. 2. βραδύτητα, αναβολή, ἐς τριβὰς ἐλᾶν, να ζητάς αναβολές, σε Σοφ.· τριβὰς πορίζειν, σε Αριστοφ.· και παραλειπομένου του ρήματος, μὴτριβὰς ἔτι, χωρίς αναβολές πλέον, σε Σοφ.