Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τριάκοντα"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
τριάκοντα[ᾱ], Ιων. τριήκοντα, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, με γεν. τριηκόντων σε χρήση, στον Ησίοδ.· δοτ. τριηκόντεσσιν, σε Ανθ.· I. τριάντα, Λατ. triginta, σε Όμηρ. κ.λπ. II. οἱ τριάκοντα· 1. στη Σπάρτη, οι τριάντα παρά τους βασιλείς, διοριζόμενοι ως σύμβουλοι, Σπαρτιάτες πολίτες, σε Ξεν. 2. στην Αθήνα, οἱ Τριάκοντα, οι κοινώς καλούμενοι τριάντα τύραννοι, αυτοί που διορίσθησαν κατά την άλωση των Αθηνών (404 π.Χ.), σε Πλάτ. κ.λπ.
τριᾱκοντα-ετής, Ιων. τριηκονταετής, -ές, I. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ετών, σε Πλάτ.· στο συνηρ. τύπο, οἱ τριακοντοῦτοι, οι άνδρες που έχουν ηλικία τριάντα ετών, στον ίδ.· θηλ. τριακοντοῦτις, σε Ισοκρ. II. τριακονταέτης, -ες, αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ετών, που διαρκεί τριάντα χρόνια, σε Θουκ.· στο θηλ. τύπο, σπονδαὶ τριηκοντουτίδες, σε Ηρόδ.· αἱ τριακοντούτιδες σπονδαί, σε Αριστοφ.
τριᾱκοντά-ζῠγος, -ον, αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών, σε Θεόκρ.
τριᾱκοντάκῐς[ᾰ], επίρρ., τριάντα φορές, σε Πλούτ.
τριᾱκοντ-αρχία, , η εξουσία των Τριάκοντα στην Αθήνα, σε Ξεν.
τριᾱκοντά-χους, -ουν, αυτός που παράγει τα τριακονταπλάσια, σε Στράβ.