Αποτελέσματα για: "τραῦμα"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
τραῦμα, Ιων. και Δωρ. τρῶμα, -ατος, τό (τείρω)· I. τραύμα, πληγή, σε Ηρόδ., Αττ.· τραῦμα λαβεῖν ὑπό τινος, σε Δημ.· λαβεῖν καὶ δοῦναι, σε Πλούτ. II. λέγεται για πράγματα, βλάβη, όπως για τα πλοία, σε Ηρόδ. III. στον πόλεμο, βαρύ τραύμα, ήττα, στον ίδ. IV.ἡ τραύματος γραφή, καταγγελία για τραυματισμό (με σκοπό την ανθρωποκτονία), σε Αισχίν.
-
τραυμᾰτίας, -ου, ὁ, Ιων. τρωμ-· άνθρωπος τραυματισμένος, οἱ τραυματίαι, οι τραυματισμένοι, οι πληγωμένοι ενός στρατεύματος, σε Ηρόδ., Θουκ.
-
τραυμᾰτίζω, Ιων. τρωμ-· παρακ. τετραυμάτικα, Παθ. -ισμαι· Παθ. αορ. ἐτραυματίσθην· τραυματίζω, πληγώνω, σε Ηρόδ., Αττ.