Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τραχύς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
τρᾰχύς, -εῖα, · Ιων. τρηχύς, θηλ. τρηχέα· ποιητ. θηλ. επίσης τρηχύς· I. 1. τραχύς, ανώμαλος, Λατ. asper, σε Όμηρ. κ.λπ.· ως επίθ. της Ιθάκης, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. Τραχίς· επίσης, τραχύς, δασύς, σε Ξεν.· λέγεται για χαλινάρι, κοφτερός, οξύς, στον ίδ.· λέγεται για τη φωνή των αγοριών όταν αρχίζει να γίνεται βραχνή και πιο ανδρική, σε Πλούτ. 2. τραχύς, σκληρός, άγριος, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. επίρρ. τρᾱχέως, Ιων. τρηχέως, με σκληρότητα, σε Ηρόδ.· τραχέως ἔχειν, είμαι τραχύς, σε Ισοκρ.· τραχέως φέρειν, Λατ. aegre ferre, σε Πλούτ.
τρᾱχύ-στομος, -ον (στόμα), αυτός που μιλάει με τραχύτητα ή έχει δύσκολη, βαριά προφορά, σε Στράβ.