LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τρανής"
- τρᾱνής, -ές (τε-τραίνω), αυτός που διατρυπά· μεταφ., καθαρός, διαυγής, σαφής· επίρρ., τρανῶς εἰδέναι, μανθάνειν, σε Αισχύλ., Ευρ.· συγκρ., τρανότερον, σε Ανθ.