Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τραγῳδός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρᾰγῳδός, (ἀοιδός, ᾠδόςI. 1. κυρίως, αυτός που τραγουδά ωδές τράγων (βλ. τραγῳδία), δηλ. τραγικός ποιητής και αοιδός, επειδή οι χαρακτήρες αυτοί ήταν στην αρχή το ένα και το αυτό πρόσωπο, σε Αριστοφ.· έπειτα, όταν οι ποιητές σταμάτησαν να λαμβάνουν μέρος στην παράσταση, ο όρος τραγῳδὸς αποδιδόταν στον υποκριτή της τραγωδίας· ο δε τραγικός ποιητής καλούνταν τραγῳδοποιὸς ή τραγῳδοδιδάσκαλος. 2. τα μέλη που αποτελούσαν τον τραγικό χορό, σε Αριστοφ. II. ο πληθ. χρησιμοποιείται συχνά = τραγῳδία· ἐν τοῖσι τραγῳδοῖς, στην τραγωδία, στον ίδ., σε Δημ. κ.λπ.