Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τραγικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρᾰγῐκός, , -όν (τράγοςI. αυτός που ανήκει σε τράγο, όμοιος με τράγο, σε Πλούτ. κ.λπ. II. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην τραγωδία (πρβλ. τραγῳδία), σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· τραγικὸς λῆρος, λέγεται για τα πλούσια και πομπώδη ενδύματα που φορούσαν οι υποκριτές της τραγωδίας, σε Αριστοφ. 2. γενικά, τραγικός, μεγαλοπρεπής, επίσημος, στον ίδ., σε Πλάτ. 3. με αρνητική σημασία, κομπαστικός, πομπώδης, σε Δημ. III. 1. επίρρ. τραγικῶς, με τραγικό ύφος ή τρόπο, σε Πλάτ. 2. οἰκεῖν τραγικῶς, ζω μέσα στη λαμπρότητα, σε Πλούτ.