Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρίχα"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
τρίχᾰ[ῐ], επίρρ. (τρίς), τριπλά, σε τρία μέρη, Λατ. trifariam, σε Όμηρ.· με γεν., τρίχα νυκτὸς ἔην, όταν ήταν η τρίτη περιφρούρηση τη νύχτα, σε Ομήρ. Οδ.· τρίχα σχίζειν τι, σε Ηρόδ.
τρῐχ-άϊκες[-ᾱῑ-], οἱ, οι άνθρωποι που έχουν χωριστοί στα τρία, δηλ. οι Δωριείς, που ονομάζονταν έτσι από τις τρεις φυλές τους, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
τρῐ-χάλεπτος, -ον (χᾰλέπτω), πολύ οργισμένος, σε Ανθ.
τρί-χαλκον, τό, νόμισμα ισοδύναμο τριών χαλκῶν, σε Θεόφρ.
τρί-χᾱλος, -ον, Δωρ. αντί τρίχηλος, (χηλή) σκισμένος στα τρία, σε Αισχύλ.