Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρίς"

Βρέθηκαν 43 λήμματα [1 - 20]
τρίς[ῐ], επίρρ. του τρεῖς, τρεις φορές, Λατ. ter, σε Όμηρ. κ.λπ.· τρὶς τόσος, τρεις φορές τόσος ή τόσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐςτρίς, έως τρεις φορές, σε Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. για να ενισχύσει τη σημασία των σύνθετων λέξεων, όπως τρισάθλιος, τρίσμακαρ, όπως το Λατ. ter beatus, τρισευτυχισμένος· παροιμ., τρὶς ἓξ βαλεῖν, επιτυγχάνω την άριστη βολή (από τρεις κύβους), δηλ. κερδίζω, είμαι τυχερός, σε Αισχύλ.
τρισ-άθλιος, , -ον, πανάθλιος, τρεις φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
τρισ-άλαστος, -ον, τρισάθλιος, τρεις φορές βασανισμένος, σε Ανθ.
τρί-σᾱμος, -ον, Δωρ. αντί τρίσημος.
τρισ-άριθμος, -ον, τρεις φορές αριθμημένος, σε Χρησμ. παρά Λουκ.
τρισ-άσμενος, , -ον, τρεις φορές ευχαριστημένος, τρεις φορές πρόθυμος, σε Ξεν.
τρισ-άωρος, -ον, τρεις φορές άκαιρος, εξαιρετικά πρόωρος, σε Ανθ.
τρισ-δείλαιος, -ον, = τρισάθλιος, σε Ανθ.
τρισ-δύστηνος, -ον, = το προηγ., σε Ανθ.
τρισ-εινάς (ενν. ἡμέρα), -άδος, , η ένατη μέρα (ἡ ἐννεάς) της τρίτης δεκάδας του μήνα, δηλ. η 29η, σε Ησίοδ.
τρισ-έπαρχος, , τρεις φορές ἔπαρχος, δηλ. Praetor, σε Ανθ.
τρισ-ευδαίμων, -ον, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Λουκ.
τρισ-καίδεκα, βλ. τρεισ-καίδεκα.
τρισκαιδεκά-πηχυς, , αυτός που έχει ανάστημα δεκατριών πήχεων, ἀνὴρτρισκαιδεκάπηχυς, με τόσο μεγάλο ανάστημα, σε Θεόκρ.
τρισκαιδεκα-στάσιος[στᾰ], -ον (ἵστημι), αυτός που έχει αξία δεκατρείς φορές μεγαλύτερη της αξίας του ασημιού, σε Ηρόδ.
τρισ-και-δέκᾰτος, , -ον, δέκατος τρίτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡ τρισκαιδεκάτη (ενν. ἡμέρα), η δέκατη τρίτη ημέρα, σε Ομήρ. Οδ.
τρισκαιδεκᾰ-φόρος, -ον, αυτός που φέρει καρπό δεκατρείς φορές περισσότερο, σε Λουκ.
τρισκαιδεκ-έτης, -ου, (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών, σε Λυσ.
τρισ-κᾰκοδαίμων, -ον, τρεις φορές άτυχος, σε Αριστοφ.
τρί-σκαλμος, -ον, αυτός που έχει τρεις άξονες κουπιών· αλλά, νᾶεςαἱ τρίσκαλμαι είναι απλώς οι τριήρεις, σε Αισχύλ.