LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τρίπτης"
- τρίπτης, -ου, ὁ (τρίβω), αυτός που τρίβει τους λουομένους, υπηρέτης των λουτρών, σε Πλούτ.

