Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρίπους"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρί-πους[ῐ], -ποδος, , , -πουν, τό, αυτός που έχει τρία πόδια ή που αποτελείται από τρία πόδια· και ομοίως· I. αυτός που έχει έκταση τριων ποδιών, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. αυτός που βαδίζει με τρία πόδια, λέγεται για ηλικιωμένο που στηρίζεται σε μαγκούρα, σε Ησίοδ.· ομοίως, τρίποδας ὁδοὺς στείχει, σε Αισχύλ. III. αυτός που έχει τρία πόδια (λέγεται για τραπέζι κ.λπ.1. τρίποδας, μπρούτζινη χύτρα ή καζάνι με τρία πόδια, σε Όμηρ.· από ένα τρίποδα τέτοιου είδους (Λατ. cortina) η ιέρεια των Δελφών έδινε τους χρησμούς της, σε Ευρ., Αριστοφ. 2. τραπέζι με τρία πόδια, σε Ξεν.