Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρίζω (√ΤΡΙΓ), παρακ. τέτρῑγα (συνηθέστερο με σημασία ενεστ.), Επικ. μτχ. τετριγῶτες, αντί τετριγότες· λέγεται για ήχους που βγάζουν τα ζώα, τσιρίζω, ουρλιάζω, λέγεται για μικρά πτηνά ή νεοσσούς, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για νυκτερίδες, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για φαντάσματα (δηλ. το θόρυβο που κάνουν οι ψυχές των πεθαμένων), τα οποία —στον Σαίξπηρ— «τσιρίζουν και μιλούν ασυνάρτητα», σε Όμηρ. κ.λπ. 2. λέγεται για άλλους ήχους, νῶτα τετρίγει (Επικ. υπερσ.) έτριξαν τα νώτα του παλαιστή, σε Ομήρ. Ιλ.· τρίζω τοὺς ὀδόντας, τρίζω τα δόντια, σε Κ.Δ.· λέγεται για χορδή μουσικού οργάνου, αντηχώ δυνατά, βγάζω οξύ ήχο, σε Ανθ. (ηχομιμ. λέξη).