LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τρίγλυφος"
- τρί-γλῠφος, -ον (γλύφω), αυτός που έχει τρεις σχισμές· ως ουσ., τρίγλυφος, ἡ, στην αρχιτεκτονική του Δωρικού ρυθμού, μάρμαρο με τρεις παράλληλες σχισμές, τοποθετημένο κατά ίσα διαστήματα κατά μήκος του αετώματος, σε Ευρ.· επίσης, τρίγλυφον, τό, σε Αριστ.