LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τρίβων"
- τρίβων[ῐ], -ωνος, ὁ, παλιό και φθαρμένο πανωφόρι, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
- τρίβων, ὁ, ἡ, ως επίθ., 1. ασκημένος ή έμπειρος σε κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. απόλ., άνθρωπος πανούργος, πολυμήχανος και απατεώνας, σε Αριστοφ.
- τρῐβωνικῶς, επίρρ. όπως ο τρίβων, μυστηριωδώς, με πανουργία, σε Αριστοφ.
- τρῐβώνιον, τό, υποκορ. του τρίβω, σε Αριστοφ.

