Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρίβων"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
τρίβων[ῐ], -ωνος, , παλιό και φθαρμένο πανωφόρι, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
τρίβων, , , ως επίθ., 1. ασκημένος ή έμπειρος σε κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. απόλ., άνθρωπος πανούργος, πολυμήχανος και απατεώνας, σε Αριστοφ.
τρῐβωνικῶς, επίρρ. όπως ο τρίβων, μυστηριωδώς, με πανουργία, σε Αριστοφ.
τρῐβώνιον, τό, υποκορ. του τρίβω, σε Αριστοφ.