LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τρίβος"
- τρίβος[ῐ], ἡ και ὁ, I. τετριμμένη ή πεπατημένη οδός, ατραπός, δημόσιος δρόμος, σε Ηρόδ., Ευρ.· μονοπάτι, σε Ξεν. II. φθορά από την τριβή, σε Αισχύλ. III. μεταφ., αναβολή, στον ίδ.