Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρέχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρέχω, Δωρ. τράχω, μέλ. θρέξομαι, αόρ. ἔθρεξα, Ιων. θρέξασκον· επίσης (από √ΔΡΕΜ ή ΔΡΑΜ), μέλ. δρᾰμοῦμαι, Ιων. δραμέομαι, αόρ. βʹ ἔδρᾰμον, παρακ. δεδράμηκα [ᾰ], ποιητ. παρακ. δέδρομαΠαθ., παρακ. δεδράμημαι· I. τρέχω, Λατ. curro, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, κινούμαι γρήγορα, σε Όμηρ. κ.λπ. II. με αιτ. τόπου, ξεχειλίζω, σε Ευρ., Ξεν. III. 1. με σύστ. αιτ., τρέχω δρόμον ἀγῶνα, τρέχω έναν αγώνα δρόμου, σε Ευρ. κ.λπ.· συχνά μεταφ., ἀγῶνα δραμοῦμαι, διακινδυνεύω, στον ίδ.· πολλοὺς ἀγῶνας δραμεῖν περὶ σφέων αὐτέων, διακινδυνεύουν πολλά για τη σωτηρία τους, σε Ηρόδ.· ενίοτε η αιτ. παραλείπεται, τρέχω περὶ ἑωυτοῦ, διακινδυνεύει την ίδια του την ζωή, στον ίδ.· τρέχωπερὶ τῆς νίκης, σε Ξεν. 2. παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν, λίγο ἔλειψε να νικήσει, σε Ηρόδ.