LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τρέφω"
- τρέφω, Δωρ. τράφω, μέλ. θρέψω, αόρ. ἔθρεψα, Επικ. θρέψα, αόρ. βʹ ἔτρᾰφον· παρακ. τέτροφα — Παθ., μέλ. τρᾰφήσομαι, αλλά κυρίως στη Μέσ. θρέψομαι· αόρ. ἐθρέφθην, αόρ. βʹ ἐτράφην [ᾰ], Επικ. τράφην, και γʹ πληθ. ἔτραφεν· παρακ. τέθραμμαι, απαρ. τεθράφθαι· I. συμπυκνώνω ή πήζω κάποιο υγρό, γάλα θρέψαι, να το πήξουμε, σε Ομήρ. Οδ.· τυρὸν τρέφειν, σε Θεόκρ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. τέτροφα, γίνομαι στερεός, περὶ χροU τέτροφεν ἅλκη, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. κάνω κάτι να μεγαλώσει ή να αυξηθεί, τρέφω, ανατρέφω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρέφω τινὰ τροφὴν τινα, ανατρέφω κάποιον μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, σε Ηρόδ. — Μέσ., ανατρέφω για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. — Παθ., ανατρέφομαι, αυξάνομαι, σε Όμηρ.· κάρτιστοι τράφεν ἄνδρες, ανέθρεψαν τους ισχυρότατους άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ, από τη στιγμή που ανεξαρτητοποιήθηκα από την τροφό, σε Αριστοφ.· μιᾶςτρέφει πρὸς νυκτός, δηλ. διέρχεσαι την ζωή σου σε μια αδιάκοπη νύχτα, σε Σοφ. 2. λέγεται για δούλους, άλογα, σκύλους και άλλα παρόμοια, ανατρέφω και τα διατηρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· τρέφω παιδαγωγού, σε Αισχίν.· τρέφω γυναῖκα, σε Ευρ.· μεταφ., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει, διατηρεί ολόκληρο αιγιαλό στο σπίτι του, σε Αριστοφ. — Παθ., τρέφομαι, ανατρέφομαι, σε Σοφ. 3. αφήνω κάτι να τραφεί, να αυξηθεί, να μεγαλώσει, ανατρέφω, χαίτην τρέφε, σε Ομήρ. Ιλ.· τρέφων ὑπήνην, σε Αριστοφ.· τρέφω κόμην = κομᾶν, σε Ηρόδ.· επίσης, τάδ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν, αυτά είναι που συντελούν στην πάχυνση των γουρουνιών, σε Ομήρ. Οδ. 4. λέγεται για τη γη και τη θάλασσα, τρέφω, παράγω, είμαι πλήρης κάποιου, είμαι γεμάτος από, χθὼν τρέφει φάρμακα, στο ίδ.· θάλασσα τρέφουσα πορφύραν, σε Αισχύλ. 5. έχω μέσα μου, περιλαμβάνω, περιέχω, ὅ τι πόλις τέτροφεν ἄφιλον, σε Σοφ.· τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν, κρατά τη γλώσσα του πιο ήσυχη, στον ίδ.· νόσοντρέφω, στον ίδ.· οἵας λατρείας τρέφει, όποιες υπηρεσίες συνεχώς εκτελεί, στον ίδ. III. διατηρώ, υποστηρίζω, τρέφω Ἥλιος φύσιν, σε Αισχύλ.· τρέφω τὸν πατέρα, σε Αισχίν.· κυρίως, διατηρώ στρατό ή ναυτικό, σε Θουκ., Ξεν. IV. 1. Ενεργ. αορ. βʹ με αμτβ. σημασία, ἔτραφον = Παθ. ἐτράφην, nς ἔτραφ' ἄριστος, σε Ομήρ. Ιλ.· τραφέμεν (Ιων. αντί τραφεῖν), σε Όμηρ. 2. ομοίως ο παρακ. τέτροφα, βλ. ανωτ.

