Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρέπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρέπω, μέλ. τρέψω, αόρ. ἔτρεψα, αόρ. βʹ ἔτρᾰπον, παρακ. τέτροφα, μεταγεν. τέτρᾰφαΠαθ., μέλ. τρᾰπήσομαι, αόρ. ἐτρέφθην, Ιων. απαρ. τραφθῆναι· αόρ. βʹ ἐτράπην [ᾰ], Επικ. υποτ. τραπείομεν αντί τραπῶμεν· παρακ. τέτραμμαι, γʹ πληθ. τετράφαται· γʹ ενικ. προστ. τετράφθω· γʹ ενικ. υπερσ. τέτραπτο, γʹ πληθ. τετράφατο· I. 1. στρέφω ή κατευθύνω προς κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυρίως ακολουθ. από πρόθ.· τρέπω τινὰ εἰς εὐνήν, τον βάζω να κοιμηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· τρέπω πόλεις εἰς ὕβριν, σε Θουκ.· τρέπω κεφαλὴν πρὸς ἠέλιον, σε Ομήρ. Οδ.· 2. Παθ., στρέφω τα βήματά μου, στρέφομαι προς κάποια διεύθυνση, τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα, περιφέρομαι πάνω κάτω στην Ελλάδα, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ., τρέπεσθαι ὁδόν, ακολουθώ κάποια κατεύθυνση, σε Ηρόδ. 3. Παθ. επίσης, τρέπομαι σε κάτι, ἐς ἀοιδήν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφ' ἁρπαγήν, σε Θουκ.· πρὸς λῃστείαν, στον ίδ. 4. Παθ. και Μέσ., λέγεται για τόπους, είμαι στραμμένος προς ή κοιτάζω προς κάποια συγκεκριμένη διεύθυνση, πρὸς ζόφον, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. στρέφω, δηλ. κάνω μεταβολή, μεταστρέφω, τρέπειν ἵππους, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ καλὰ τρέπω ἔξω, στρέφω την καλύτερη πλευρά προς τα έξω, σε Πίνδ.Παθ., αἰχμὴ τράπετο, άκρη κάμφθηκε προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το ηλιοστάσιο, ἐπειδὰν ἐνχειμῶνι τράπηται ἥλιος (βλ. τροπή I), σε Ξεν. 2. τρέπω τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, στρέφω την κατηγορία, τον θυμό εναντίον κάποιου άλλου, σε Ισαίο, Δημ.Παθ., λέγεται για κατάρες, ἐς κεφαλὴν τρέποιτο ἐμοί, ας πέσει στο κεφάλι μου!, σε Αριστοφ. 3. τρέπω σε άλλη διεύθυνση, αλλάζω, νόον, φρένας, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς γέλων τρέπω τὸ πρᾶγμα, σε Αριστοφ.Παθ., μεταβάλλομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρεπόμενος τροπάς, που υφίσταται αλλαγές, σε Αισχίν. III. τρέπω σε φυγή, νικώ, κατατροπώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· τρέπωφύγαδε, Λατ. converetere in fugam, σε Ομήρ. Ιλ.· τρέπω ἐς φυγήν, σε Ευρ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ., απομακρύνω κάποιον εχθρό από εμένα, σε Ξεν.Παθ., τρέπομαι σε φυγή, ηττώμαι, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., ἐς φυγὴν τραπέσθαι, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης αμτβ. στον Ενεργ. τύπο, φύγαδ' ἔτραπε, σε Ομήρ. Ιλ. IV. αποτρέπω, εμποδίζω, κωλύω, τρέπω τινὰ ἀπὸ τείχεος, στο ίδ.· βέλος ἔτραπεν ἄλλῃ, στο ίδ. V. όπως το ἀνατρέπω, σε Αισχύλ. VI. μετατρέπω, εφαρμόζω, προσαρμόζω, τρέπω τι ἐς ἄλλο τι, σε Ηρόδ.· ποῦ τέτροφας τὰς ἐμβάδας; τί έκανες τα παπούτσια σου; σε Αριστοφ.Παθ., ποῖτρέπεται τὰ χρήματα; στον ίδ.