Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρέμω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρέμω, μόνο στον ενεστ. και παρατ., γʹ ενικ. Επικ. παρατ. τρέμε· Λατ. tremo, τρέμω, σείομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με απαρ., τρέμω ή φοβάμαι να πράξω κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., τρέμω κάτι, το φοβάμαι, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.