Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τράπεζα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρά-πεζα[ᾰ], -ης, (πιθ. αντί τετρά-πεζα, αυτή που έχει τέσσερα πόδια), I. 1. τραπέζι, ιδίως τραπέζι φαγητού, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· ξενίη τράπεζα, τραπέζι φαγητού που προσφέρονταν στον φιλοξενούμενο, σε Ομήρ. Οδ.· τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι, περιποιούμαι κάποιον στο κρεβάτι και το τραπέζι, σε Ηρόδ.· Περσικὴν τράπεζαν παρετίθετο, δειπνούσε με πολυτέλεια κατά τον Περσικό τρόπο, σε Θουκ.· εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν βλέπειν, να ζεις στο τραπέζι κάποιου άλλου, σε Ξεν. 2. το τραπέζι με ό,τι είναι πάνω σ' αυτό, δηλ. το δείπνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Συρακοσία τράπεζα, παροιμ. λέγεται για το πολυτελώς ζην, το του Οράτ. Siculae dapes, σε Πλάτ. II. τραπέζι χρηματιστή ή τραπεζίτη, τράπεζα, Λατ. mensa argentaria, στον ίδ. κ.λπ.· ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τράπεζα, εγγύηση, ασφάλεια δοσμένη στην τράπεζα, σε Δημ.· οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις, οι τραπεζίτες, σε Ισοκρ.