LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τράγος"
- τράγος[ᾰ], ὁ (τρᾰγεῖν), τράγος, αρσενική αίγα, Λατ. hircus, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
- τρᾰγο-σκελής, -ές (σκέλος), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ.

