Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τοῖχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τοῖχος, (τεῖχος), 1. τοίχος οικίας ή αυλής, Λατ. paries, σε Όμηρ., Αττ.· στον πληθ., τα πλάγια ή τα πλευρά πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για το ανθρώπινο σώμα, σε Ευρ. 2. παροιμ., ὁ εὖ πράττων τοῖχος, σε Αριστοφ.