Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τορός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τορός, , -όν (τείρω), διαπεραστικός· I. 1. λέγεται για τη φωνή, διαπεραστικός, οξύς, σε Λουκ.· ομοίως στο επίρρ., τορῶς γεγωνεῖν, σε Ευρ.· μεταφ., τορὸς φόβος, τρομερός φόβος, σε Αισχύλ. 2. μεταφ. καθαρός, σαφής, απλός, στον ίδ.· ομοίως στο επίρρ., τορῶς τεκμαίρειν, λέγειν, στον ίδ. κ.λπ. II. λέγεται για πρόσωπα, οξύς, έτοιμος, πρόθυμος, σε Ξεν.· ομοίως στο επίρρ., ἐπερείδεσθαι τορῶς, σε Αριστοφ.