LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τορνεύω"
- τορνεύω, μέλ. τορνεύσω, (τόρνος)· I. εργάζομαι με τον τόρνο και τη γλυφίδα, φιλοτεχνώ· μεταφ., λέγεται για στίχους, επεξεργάζομαι με δεξιότητα και φιλοκαλία, στρογγυλεύω, σε Αριστοφ. II. περιστρέφω, όπως ένα γεωτρύπανο, σε Ευρ.