Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τοξότης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τοξότης, -ου, Δωρ. -τας, , (τόξονI. 1. αυτός που χρησιμοποιεί το τόξο στις μάχες, οπλισμένος με τόξο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ. 2. ο Τοξότης, Λατ. Sagittarius, αστερισμός του Ζωδιακού κύκλου, σε Λουκ. II. στην Αθήνα, οἱ τοξόται αποτελούσαν την αστυφυλακή της πόλης, καλούνταν επίσης Σκύθαι, επειδή ήταν δούλοι φερμένοι από χώρες βόρεια της Ελλάδας, σε Αριστοφ. κ.λπ.