Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τοξεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τοξεύω, μέλ. τοξεύσω, I. χτυπώ με τόξο, τινός, κατά κάποιου σημείου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· εἴς τινα, σε Ηρόδ.· μεταφ., στοχεύω κάπου, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., χρησιμοποιώ το τόξο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας, έχοντας τοξεύσει αρκετά ψηλά, σε Σοφ. II. με αιτ., τοξεύω, χτυπώ με βέλος, τινά, σε Ευρ., Ξεν.Παθ., χτυπιέμαι από βέλος, σε Θουκ. 2. με αιτ. πράγμ., χτυπάω από τόξο· μεταφ., εκπέμπω, αποστέλλω, ὕμνους, σε Πίνδ.· ταῦτα ἐτόξευσεν μάτην, μάταια έριξε τα βέλη αυτά, σε Ευρ.Παθ., πᾶν τετόξευται βέλος, σε Αισχύλ.