Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τομεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τομεύς, -έως, (τεμ-εῖν), αυτός που κόβει, που τέμνει, μαχαίρι υποδηματοποιού, σε Πλάτ.· μύτη μαχαιριού, σε Ξεν.