Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τολμηρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τολμηρός, , -όν (τολμάω), = τολμήεις, σε Θουκ.· τὸ τολμηρόν τινος, η τόλμη, το θάρρος του, στον ίδ.· επίρρ., τολμηρῶς, στον ίδ.· συγκρ. τολμηρότερον, στον ίδ.