Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τοκογλύφος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τοκο-γλύφος[ῠ], (γλύφω), κάποιος που χαράσσει τους τόκους στο τραπέζι του και τους υπολογίζει μέχρι το τελευταίο λεπτό, φιλάργυρος και αισχροκερδής τοκογλύφος, σε Λουκ.