Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τοκάς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τοκάς, -άδος, (τίκτω1. αυτή που γεννάει, που αναφέρεται στην ανατροφή, σε Ομήρ. Οδ. 2. αυτή που μόλις έχει γεννήσει, Λατ. feta, τοκὰς λέαινα, λιονταρίνα με νεογνά, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για γυναίκες, στον ίδ.· τοκάδα τὴν κεφαλὴν ἔχειν, λέγεται για τον Δία που κυοφορούσε στο κεφάλι την Αθηνά, σε Λουκ.