Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τοι"

Βρέθηκαν 18 λήμματα [1 - 18]
τοι, εγκλιτ. μόριο που χρησιμεύει στην έκφραση πεποίθησης ή πίστης του λέγοντος σ' αυτό που λέει, I. άφησέ με να σου πω, βεβαίως, πράγματι, ενίοτε χρησιμοποιείται και για την έκφραση θετικού συμπεράσματος, λοιπόν, επομένως, σε Όμηρ.· και στους Τραγ., λέγεται για να εισάγει γενικό αξίωμα ή αλήθεια κοινώς αποδεκτή. II. συχνά χρησιμοποιείται στην επίταση άλλων μορίων, γάρ τοι, ἤτοι, καίτοι, μέντοι, τοιγάρτοι κ.λπ.· πρβλ. τἆρα, τἄν, μεντἄν.
τοι, Δωρ., Ιων. και Επικ. αντί σοί, δοτ. ενικ. του σύ· πάντα εγκλιτ.
τοί, ταί, Επικ. και Ιων. αντί οἱ ή οἵ, αἱ ή αἵ, ονομαστ. πληθ. του και ὅς, σε Όμηρ.
τοι-γάρ, 1. = τοί γε ἄρα, έτσι λοιπόν, επομένως, συνεπώς, σε Όμηρ., Αττ. 2. επιτετ. τύπος τοιγαροῦν, Ιων. τοιγαρῶν, γι' αυτό λοιπόν, σε Ξεν.· επίσης στους ποιητές, σε Σοφ. 3.τοιγάρτοι, σε Πλάτ.
τοῖιν, Επικ. αντί τοῖν, γεν. και δοτ. δυϊκ. του ὁ.
τοί-νῠν, (νυν), 1. λοιπόν, συνεπώς, σε Ηρόδ., Τραγ. 2. χρησιμοποιείται στη ανακεφαλαίωση ή στη ροή του λόγου, περαιτέρω, επιπλέον, σε Σοφ., Ξεν.
τοῖο, Ιων. και Επικ. αντί τοῦ, γεν. ενικ. του ὁ.
τοῖος, τοία (Ιων. τοίη), τοῖον, δεικτ. αντων., ανάλογη της αναφορ. οἷος, Λατ. talis· I. 1. τέτοιος στο είδος ή στην ποιότητα, τέτοιος, τοῖος ἐών, οἷος οὖτις Ἀχαιῶν (ἐστιν), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· το ποῖος στον Όμηρ. αναφέρεται κυρίως σε κάτι που έχει προηγηθεί, τέτοιο όπως ελέχθη, στο ίδ. 2. με προσδιοριστικές λέξεις, τοῖος χεῖρας, τέτοιος ως προς τα χέρια, σε Ομήρ. Οδ.· τεύχεσι τοῖος, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖος με απαρ., κατάλληλος, δηλ. αρμόδιος ή ικανός να κάνει, σε Ομήρ. Οδ. II. με επίθ. του ιδίου γένους και της ίδιας πτώσης, δίνει έμφαση στην κύρια έννοια του επιθέτου, ἐπιεικὴς τοῖος, ακριβώς μετριοπαθής, σε Ομήρ. Ιλ.· πέλαγος μέγα τοῖον, τόσο μεγάλο πέλαγος, σε Ομήρ. Οδ.· κερδαλέος τοῖος, τέτοιος πανούργος, στο ίδ. III. το ουδ. τοῖον ως επίρρ., έτσι, τόσο πολύ, πάρα πολύ, σε Όμηρ.· ομοίως, τοίως, σε Θεόκρ.
τοιόσ-δε, -άδε (Ιων. -ήδε), -όνδε, επιτετ. τύπος του τοῖος, όπως ἀοιδοῦ τοιοῦδ' οἷος ὅδ' ἐστί, τέτοιου ραψωδού όπως είναι αυτός εδώ, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., ἀλλ' ὅδ' ἐγὼ τοιόσδε, να, εγώ είμαι τέτοιος όπως με βλέπεις, στο ίδ.· επίσης, τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος, τόσο κακός, τοιάδε λαίφη, τέτοια ενδύματα, δηλ. τόσο άσχημα, στο ίδ.· τοσόσδε καὶτοιόσδε, σε Ηρόδ.· επίσης με προσδιοριστική λέξη, τοιόσδ' ἠμὲνδέμας ἠδὲ καὶ ἔργα, σε Ομήρ. Οδ.· με το άρθρο, ὁ τοιόσδε ἀνήρ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οἱ τοιοίδε, σε Σοφ.· ἐν τῷ τοιῷδε, σε τέτοιες περιστάσεις, σε Ηρόδ.· η σημασία καθίσταται περισσότερο αόριστη στο τοιόσδε τις, τέτοιος περίπου, σε Θουκ.· ουδ. πληθ., τοιάδε σημαίνει, τα εξής, ενώ το τοιαῦτα, τα προηγούμενα, σε Ηρόδ.
τοιοσδί, -αδί, -ονδί, Αττ. επιτετ. τύπος του τοιόσδε, σε Αριστοφ.
τοι-οῦτος, -αύτη, -οῦτο (Ιων. -ον), επιτετ. τύπος του τοῖος, δεικτικό του οἷος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· του ὅσος, σε Ομήρ. Ιλ.· 1. απόλ. με επιτακτική έννοια, τόσο μεγάλος, τόσο ευγενής, τόσο κακός κ.λπ., στο ίδ., Αττ.· τοιοῦτος ὤν, τόσο άθλιος, τόσο ελεεινός, σε Σοφ.· με γεν., τοιοῦτος Ἀχαιῶν, τέτοιος άντρας μεταξύ των Αχαιών, προς τον καθένα ξεχωριστά, σε Ξεν. κ.λπ.· επιτετ., τοιοῦτος ἕτερος, άλλος τέτοιος, σε Ηρόδ.· ἄλλους τοσούτους, στον ίδ.· με το άρθρο, οἱ τοιοῦτοι, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. η έννοια γίνεται ακόμα πιο αόριστη στο τοιοῦτός τις ή τις τοιοῦτος, ένας τέτοιος, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· τοιαῦτ' ἄττα, σε Πλάτ. 3. τοιοῦτον ή τὸ τοιοῦτον, τέτοια ενέργεια, σε Θουκ.· διὰ τὸ τοιοῦτον, γι' αυτή την αιτία, στο ίδ. κ.λπ. 4. στην αφήγηση, το τοιαῦτα κυρίως αναφέρεται στα προηγούμενα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· όταν προηγείται ερώτηση, το τοιαῦτα βεβαιώνει όπως το ταῦτα, ακριβώς έτσι, βεβαίως έτσι, σε Ευρ. 5. τοιαῦτα απόλ., τὰ πλοῖα, τὰ τοιαῦτα, πλοία και τα άλλα παρόμοια, σε Δημ. 6. τοιαῦτα, ως επίρρ., κατ' αυτόν τον τρόπο, σε Σοφ.
τοιουτοσί, -αυτηΐ, -ουτοΐ ή -ουτονί, Αττ. επιτετ. τύπος του τοιοῦτος, σε Αριστοφ. κ.λπ.
τοιουτό-τροπος, -ον, τέτοιος στον τρόπο ή το είδος, σε Ηρόδ., Θουκ.
τοιουτ-ώδης, -ες (εἶδος), τέτοιος στο είδος, σε Λουκ.
τοῖσδεσι, -εσσι, -εσσιν, Επικ. τύποι αντί τοῖσι δέ, σε Όμηρ.
τοῖχος, (τεῖχος), 1. τοίχος οικίας ή αυλής, Λατ. paries, σε Όμηρ., Αττ.· στον πληθ., τα πλάγια ή τα πλευρά πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για το ανθρώπινο σώμα, σε Ευρ. 2. παροιμ., ὁ εὖ πράττων τοῖχος, σε Αριστοφ.
τοιχωρῠχέω, μέλ. τοιχωρυχήσω, 1. σκάβω τον τοίχο ως κλέφτης, είμαι διαρρήκτης σπιτιού, κλέφτης, σε Αριστοφ., Ξεν. 2. μεταφ., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον, ποια τεχνάσματα επινόησαν για να κατακλέψουν το δάνειο, σε Δημ.
τοιχ-ωρύχος[ῠ], (ὀρύσσω), αυτός που διορύττει τοίχο για να εισέλθει σε ξένο σπίτι, ληστής, κλέφτης, σε Αριστοφ.