Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τλάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
*τλάω, ριζικός τύπος που δεν απαντά στον ενεστ. (από το οποίο προέρχεται ο παρακ. τέτληκα, ή το ρήμα τολμάωμέλ. τλήσομαι, Δωρ. τλάσομαι· Επικ. αορ. ἐτάλασσα, υποτ. ταλάσσω· περισσότερο κοινή η χρήση του αορ. βʹ ἔτλην (όπως αν προερχόταν από ενεστ. *τλῆμι), Επικ. τλῆν, Δωρ. ἔτλᾱν, γʹ πληθ. ἔτλησαν, Επικ. ἔτλᾰν· προστ. τλῆθι, Δωρ. τλᾶθι· βʹ ενικ. υποτ. τλῇς· ευκτ. τλαίην, γʹ πληθ. τλαῖεν· απαρ. τλῆναι, Επικ. τλήμεναι· μτχ. τλάς, τλᾶσα· παρακ. (με σημασία ενεστ.) τέτληκα, Επικ. αʹ πληθ. τέτλαμεν, προστ. τέτλᾰθι, τετλάτω· ευκτ. τετλαίην· απαρ. τετλάμεναι, τετλάμεν, μτχ. τετληώς, θηλ. τετληυῖα, τετληότος· I. 1. ανέχομαι, υπομένω δυστυχίες, καρτερώ· με αιτ. πράγμ., ἔτλην οἷ' οὔπω καὶ ἄλλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔτλην ἀνέρος εὐνήν, και υπέμεινα συνουσία ανδρός, στο ίδ.· τλῆ ὀϊστόν, υπέμεινε να χτυπηθεί από αυτό, στο ίδ.· ἔτλα πένθος, σε Πίνδ. κ.λπ. 2. απόλ., υπομένω, καρτερώ, υποτάσσομαι, σε Όμηρ.· κυρίως στην προστ. τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, σε Ομήρ. Ιλ.· τλῆτε, φίλοι, σε Ομήρ. Οδ.· στη μτχ., τετληότι θυμῷ, με καρτερική ψυχή, στο ίδ.· κραδίη τετληυῖα, στο ίδ. II. με απαρ., τολμώ ή ριψοκινδυνεύω να κάνω κάτι, στο ίδ., σε Πίνδ. κ.λπ.· στους Αττ. ποιητές, τολμώ να κάνω κάτι ενάντια στις πεποιθήσεις ή διαθέσεις μου είτε αγαθές είτε κακές, οπότε, έχω το θάρρος, την αυθάδεια, τη σκληρότητα ή την υπομονή να κάνω κάτι, ἔστεδὴ ἔτλην γεγωνεῖν, ώσπου πήρα το θάρρος να πω, σε Αισχύλ.· ἔτλα ἀλλάξαι, δέχθηκε να ανταλλάξει, σε Σοφ.· οὐδ' ἔτλης ἐφυβρίσαι, ούτε είχες τη σκληρότητα να προσβάλλεις, στον ίδ.· οὐγὰρ ἂν τλαίην ἰδεῖν, δεν θα άντεχα, δεν θα είχα το θάρρος να δω, σε Αριστοφ. 2. με αιτ. πράγμ., αποτολμώ κάτι, δηλ. τολμώ να πράξω κάτι, ἄτλητα τλᾶσα, σε Αισχύλ.· εἰ καὶ τοῦτ' ἔτλη, σε Σοφ. 3. με μτχ., τάδε τέτλαμεν εἰσορόωντες, σε Ομήρ. Οδ.