Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τιμωρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τῑμ-ωρός, -όν, συνηρ. από το τιμ-άορος (τιμή, ἀείρω)· φύλακας της τιμής· και ομοίως, I. αυτός που βοηθάει, που συντρέχει, και ως ουσ., βοηθός, επίκουρος, σε Ηρόδ., Θουκ.· τὸν ἐμὸν τιμάορον, τον προστάτη μου θεό, σε Αισχύλ. II. αυτός που βοηθάει κάποιον που έχει αδικηθεί, αυτός που εκδικείται, και ως ουσ., εκδικητής, στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., αυτός που βοηθάει κάποιον να εκδικηθεί για κάποιο πράγμα, σε Σοφ.· λόγος τιμωρός, έκκληση ή αιτία εκδίκησης, σε Ηρόδ.