Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τιμωρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τῑμωρέω, μέλ. τιμωρήσωΜέσ., μέλ. τιμωρήσομαι, αόρ. ἐτιμωρησάμηνΠαθ., παρακ. τετῑμώρημαι, χρησιμ. επίσης με Μέση σημασία· (τιμωρόςI. βοηθώ, επικουρώ, έρχομαι σε βοήθεια κάποιου, τινί, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., παρέχω βοήθεια, βοηθώ, σε Ηρόδ. II. 1. βοηθώ κάποιον που έχει αδικηθεί, παίρνω εκδίκηση για εκείνον, με δοτ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Σοφ., Ευρ.· με πλήρη σύνταξη το πρόσωπο υπέρ του οποίου γίνεται η εκδίκηση τίθεται σε δοτ., το πρόσωπο κατά του οποίου γίνεται η εκδίκηση τίθεται σε αιτ., και το έγκλημα για το οποίο γίνεται η εκδίκηση τίθεται σε γεν.· τιμωρεῖν τινι τοῦ παιδὸς τὸν φονέα, εκδικήθηκε τον φονιά για το θάνατο του γιού του, σε Ξεν.· επίσης με αιτ. πράγμ., τιμωρέω τὸν φόνον, εκδικούμαι για τη σφαγή του, σε Πλάτ.Παθ., τιμωρούμαι μέσω εκδίκησης, στον ίδ. κ.λπ.· απρόσ., τετιμώρηται τῷ Λεωνίδῃ, εκδίκηση για τον Λεωνίδα, σε Ηρόδ. 2. τιμωρεῖν τινα, τον τιμωρώ για εκδίκηση, σε Σοφ.· στη Μέσ., κολάζω για εκδίκηση, εκδικούμαι κάποιον, τινα, σε Ηρόδ., Αττ.· Ἑαυτὸν τιμωρούμενος, Βασανιστής του εαυτού του, όνομα κωμωδίας του Μενάνδρου· με γεν. πράγμ., τιμωρεῖσθαί τινά τινος, τιμωρώ κάποιον παίρνοντας εκδίκηση για κάποιο πράγμα, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως επίσης, τιμωρέω τινὰ ἀντί τινος, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., σ' ἀδελφῆς αἷμα τιμωρήσεται, θα τιμωρηθείς με την «επίσκεψη» του αίματος της αδερφής του πάνω σου, σε Ευρ. 3. στη Μέσ. επίσης απόλ., εκδικούμαι, ζητώ εκδίκηση, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· τὸ τιμωρησόμενον, η πιθανότητα της εκδίκησης, σε Δημ.· ἐς Λεωνίδην τετιμωρήσεαι, θα πάρεις εκδίκηση για την τιμή του Λεωνίδα, σε Ηρόδ.