Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τιμή"

Βρέθηκαν 13 λήμματα [1 - 13]
τῑμή, (τίω), αυτό που πληρώνεται ως ένδειξη αξίας· 1. λατρεία, εκτίμηση, τιμή, και στον πληθ. τιμές, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐν τιμῇ ἄγεσθαι, τίθεσθαί τινα, σε Ηρόδ.· ἀπονέμειν, ἀποδοῦναι, σε Σοφ., Πλάτ.· με γεν., ἡ τιμὴ θεῶν, η τιμή που οφείλεται σ' αυτούς, σε Αισχύλ. 2. τιμή, αξίωμα, εξοχότητα, σε Όμηρ.· προνόμιο βασιλιά, και στον πληθ., προνόμια, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. 3. αξίωμα, αρχή, εξουσία, και στον πληθ., όπως το Λατ. honores, πολιτικές τιμές, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱἐν τιμαῖς, άντρες με αξιώματα, σε Ευρ.· τιμὴ ἄχαρις, εξουσία που χαρακτηρίζεται από αγνωμοσύνη, σε Ηρόδ. 4. αρχή, εξουσία, βασιλεία, τιμὴ δίσκηπτρος, λέγεται για τους Ατρείδες, σε Αισχύλ., Σοφ. 5. δώρο τιμής, προσφορά, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· αμοιβή, δώρο, Λατ. hono­rarium, σε Σοφ. II. λέγεται για πράγματα, τιμή, αξία κάποιου πράγματος, Λατ. pretium, ἐξευρίσκειν τιμῆς τι, να παίρνεις ένα πράγμα σε υψηλή τιμή, σε Ηρόδ.· ἐμοὶ δὲ τιμὰ τᾶσδε πᾷ γενήσεται; πόσα θα πρέπει να πληρώσω γι' αυτό; σε Αριστοφ. III. 1. εκτίμηση ζημιάς, αποζημίωση, ἄρνυσθαί τινι τιμήν, λαμβάνω αποζημίωση, σε Ομήρ. Ιλ.· τίνειν ή ἀποτίνειν τιμήν τινι, στον ίδ.· οὐ σὴ ἡ τιμή, δεν είναι δική σου η ποινή, σε Πλάτ. 2. εκτίμηση, λέγεται για σκοπούς φορολογίας, τοῦκλήρου, στον ίδ.
τῑμήεις, -εσσα, -εν, συνηρ. τιμῇς, αιτ. τιμῆντα· Δωρ. τιμάεις· 1. τιμημένος, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη υπόληψη από τους ανθρώπους, σε Όμηρ.· συγκρ. τιμηέστερος, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για πράγματα, βαρύτιμος, πολύτιμος, σε Όμηρ.· υπερθ. τιμηέστατος, σε Ομήρ. Οδ.
τίμημα, -ατος, τό (τῑμάω1. εκτίμηση, σε Ευρ., Δημ. 2. εκτίμηση γενομένης ζημίας, ποινή, Λατ. litis aestimatio, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, πληρωμή, αποζημίωση, τύμβου, λόγω αμέλειας για τον τάφο του, σε Αισχύλ. 3. αξία περιουσίας που υπόκειται σε φορολόγηση, φορολογήσιμη περιουσία, Λατ. census, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία = τιμοκρατία, σε Ξεν.
τῑμῆντα, συνηρ. αντί τιμήεντα, αιτ. του τιμήεις.
τῑμήορος, -ον, Ιων. αντί τιμάορος, τιμωρός.
τῑμῇς, συνηρ. αντί τιμήεις.
τίμησις, -εως, (τῑμάω1. εκτίμηση περιουσίας, καθορισμός αξίας ή τιμής, σε Πλάτ. 2. προσδιορισμός ζημίας ή βλάβης, σε Αισχίν. κ.λπ.· εκτίμηση οικονομικής κατάστασης ή υπολογισμός περιουσίας κατοίκων για πολιτικούς σκοπούς, σε Αριστ.
τῑμητεία ή τῑμητία (τιμητής II), , το αξίωμα του τιμητή, Λατ. censura, σε Πλούτ.
τιμητέος, , -ον, I.ρημ. επίθ. του τιμάω, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να τιμήσει ή να εκτιμήσει, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. II. τιμητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να τιμήσει, να εκτιμήσει, σε Ξεν. κ.λπ.
τῑμητεύω, είμαι τιμητής, σε Πλούτ.
τῑμητής, -οῦ, (τιμάωI. εκτιμητής, αυτός που προσδιορίζει την ποινή ή την αποζημίωση, σε Πλάτ. II. στη Ρώμη, αυτός που υπολογίζει ή εκτιμά την περιουσία των πολιτών, σε Πολύβ.
τῑμητικός, , -όν, αυτός που διαμορφώνει την εκτίμηση· 1. λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της ποινής, πινάκιον τιμητικόν, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της περιουσίας, ἡ τιμητικὴ ἀρχή = τιμητεία, σε Πλούτ.· τιμητικός, , Λατ. vir censorius, κάποιος που έχει υπάρξει τιμητής, στον ίδ.
τῑμητός, , -όν, ρημ. επίθ. του τιμάω, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εκτιμήσει ή να υπολογίσει, βλ. ἀτίμητος.