LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τιθήνη"
- τῐθήνη, ἡ (*θάω, με αναδιπλ.) τροφός, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
- τῐθηνητήρ, -ῆρος, ὁ, = τιθηνός, σε Ανθ.· θηλ. τιθηνήτειρα = τιθήνη, στον ίδ.
- τῐθηνητήριος, -α, -ον, περιποιητικός, θρεπτικός, σε Ανθ.