Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τιθήνη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
τῐθήνη, (*θάω, με αναδιπλ.) τροφός, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
τῐθηνητήρ, -ῆρος, , = τιθηνός, σε Ανθ.· θηλ. τιθηνήτειρα = τιθήνη, στον ίδ.
τῐθηνητήριος, , -ον, περιποιητικός, θρεπτικός, σε Ανθ.