Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τηλαυγής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τηλ-αυγής, -ές (τῆλε, αὐγήI. αυτός που λάμπει από μακριά, που ακτινοβολεί, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ. II. λέγεται για μακρινά πράγματα, αυτός που φαίνεται από μακριά, που λάμπει από μακριά, σε Θέογν., Σοφ. III. επίρρ. τηλαυγῶς, σαφώς, φανερά, σε Κ.Δ.