Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τεῦχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τεῦχος, -εος, τό (τεύχω), εργαλείο, όργανο· κυρίως στον πληθ., τεύχεα· I. 1. πολεμικά όργανα, όπλα, θώρακες, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ομοίως, τεύχη, στους Τραγ. 2. στον πληθ. επίσης, εξαρτήματα πλοίου, σε Ομήρ. Οδ. II. στον ενικ., δοχείο κάθε είδους, λουτήρας, σε Αισχύλ.· τεφροδόχος, στον ίδ., σε Σοφ.· κάλπη ψηφοφορίας, σε Αισχύλ.· αγγείο για σπονδές, στον ίδ.· αγγείο ή στάμνα για νερό, σε Ευρ.· κύπελο ή βάζο, σε Ξεν.· ξύλινα τεύχη, κιβώτια, στον ίδ. III. ανθρώπινος σκελετός, ανθρώπινο σώμα, σε Αριστ. IV.βιβλίο, σε Ανθ.· απ' όπου, πεντάτευχος, , η Πεντάτευχος.