Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τεύχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τεύχω, μέλ. τεύξω, αόρ. ἔτευξα, Επικ. τεῦξα· παρακ. τέτευχα· Επικ. με αναδιπλ. αορ. τετῠκεῖνΜέσ., μέλ. τεύξομαι· Επικ. με αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ τετῠκέσθαιΠαθ., γʹ μέλ. τετεύξομαι, αόρ. ἐτύχθην, παρακ. τέτυγμαι, υπερσ. ἐτετύγμην, Επικ. γʹ πληθ. τετεύχαται, ἐτετεύχατο, τετεύχατο· I. 1. φτιάχνω, κατασκευάζω, οικοδομώ, εργάζομαι, σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για μάγειρα, δεῖπνον τετυκεῖν, παρασκευάζω δείπνο, σε Ομήρ. Οδ.· και στη Μέσ., δεῖπνον τετυκέσθαι, έχω το δείπνο παρασκευασμένο, σε Όμηρ. — Παθ., δώματα τετεύχαται, σε Ομήρ. Ιλ.· θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί, στο ίδ.· με γεν., χρυσοῖο τετεύχαται, είναι κατειργασμένος από χρυσό, στο ίδ.· επίσης, τετυγμένα δώματα λάεσσιν, οικοδομημένα από πέτρες, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά, δόμος αἰθούσῃσι τετυγμένος, οικοδομημένος ή κατασκευασμένος με προθαλάμους, σε Ομήρ. Ιλ. 2. η μτχ. παρακ. τετυγμένος, συχνά μεταβαίνει σε σημασία επιθέτου = τυκτός, καλώς κατασκευασμένος, καλώς κατειργασμένος, σε Όμηρ.· ἀγρὸς καλὸν τετυγμένος, καλώς οργωμένος, καλώς καλλιεργημένος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., νόος τετυγμένος, σταθερό, ευσταθές πνεύμα, στο ίδ. 3. η μτχ. του Ενεργ. παρακ. απαντά μια φορά με Παθ. σημασία, ῥινοῖο τετευχώς, κατασκευασμένος από δέρμα, στο ίδ. II. λέγεται για γεγονότα, προξενώ, φτιάχνω, παράγω, επιφέρω, ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, σε Ομήρ. Ιλ.· τεύχω βοήν, παράγω κραυγή, βγάζω φωνή, σε Ομήρ. Οδ.· τεύχωγάμον, παντρεύω, ετοιμάζω γάμο, στο ίδ.Παθ., ιδίως στον παρακ., προξενούμαι, και ομοίως, συμβαίνω, γίνομαι, υπάρχω, σε Όμηρ. κ.λπ. III. με αιτ. προσ., καθιστώ, ἄγνωστον τεύχω τινά, σε Ομήρ. Οδ.· τεύχω τινὰ μέγαν, εὐδαίμονα, σε Αισχύλ., Ευρ.· με διπλ. αιτ., τί σε τεύξω; τί να σε κάνω; σε Σοφ.· έπειτα στον Παθ. παρακ. απλώς αντί γίγνεσθαι ή εἶναι, Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται, σε Ομήρ. Ιλ.· γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ τέτυξο, ήσουν όμοιος με γυναίκα, στο ίδ.