LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τετράς"
- τετράς, -άδος, ἡ, η τέταρτη μέρα του μήνα, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
- τετρα-σκελής, -ές (σκέλος), αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος, τετρασκελὴς οἰωνός, είδος γρύπα, σε Αισχύλ.· τετρασκελὲς ὕβρισμα, αναιδής βία των Κενταύρων, σε Ευρ.
- τετρα-στάδιος, -ον (στάδιον), αυτός που έχει μήκος τεσσάρων σταδίων, σε Στράβ.· τετραστάδιον, τό, μήκος τεσσάρων σταδίων, στον ίδ.
- τετρά-σχοινος, -ον, αυτός που έχει μήκος τεσσάρων σχοίνων, σε Στράβ.