Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τελευτή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τελευτή, (τελέωI. 1. τελείωμα, συμπλήρωση, εκπλήρωση, σε Ομήρ. Οδ. 2. τέλος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· τῆςὁδοῦ, σε Αριστοφ.· ἡ τελευτὴ τοῦ πολέμου, σε Θουκ. 3. ιδίως, το τέλος της ζωής, βιότοιο τελευτή, σε Ομήρ. Ιλ.· βίου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, περιφραστ. θανάτοιο τελευτή, το τέλος που ο θάνατος φέρνει, Λατ. mortis exitus, σε Ησίοδ. 4. τέλος, έκβαση, αποτέλεσμα, σε Πίνδ., Αισχύλ. 5. με προθ., χρησιμ. με επιρρ. σημασία, ἐς τελευτήν, στο τέλος, επί τέλους, σε Ησίοδ., Σοφ.· ἐπὶτελευτῆς, σε Πλάτ.· ἐν τελευτῇ, σε Αισχύλ. II. 1. τέλος, άκρη οποιουδήποτε πράγματος, τελευταὶ Λιβύης, τα άκρα της Λιβύης, σε Ηρόδ. 2. τέλος πρότασης, σε Αριστ.