Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τελεσφόρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τελεσ-φόρος, -ον (τέλος, φέρωI. αυτός που φέρνει σε ένα τέλος, φέρνει σε πέρας, τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, λέγεται για το έτος που συμπληρώνει τον κύκλο που, λέγεται για ένα τέλειο έτος, σε Όμηρ.· τελεσφόροι ἀραί, εὐχαί, που τείνουν προς εκπλήρωση, σε Αισχύλ., Ευρ.· φάσματα δὸς τελεσφόρα, κάνε να εκπληρωθούν τα οράματα, σε Σοφ.· τελεσφόρον χάριν δοῦναι, να δώσει τη χάρη της εκτέλεσης, της εκπλήρωσης, στον ίδ. II. 1. εκπληρώνοντας τους σκοπούς κάποιου, Μοῖρα, σε Αισχύλ.· Δίκη, σε Σοφ.· πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον, πέφτω ανίσχυρος στο έδαφος, σε Αισχύλ. 2. αυτός που φέρνει τον καρπό στην τελειότητα (δηλ. σε ωρίμανση), δένδρον, σε Πλούτ.· αυτός που έχει τη διοίκηση ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.