Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τεκνοποιητικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τεκνοποιητικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη γέννηση παιδιών· ἡ τεκνοποιητικὴ (ενν. τέχνη), σε Αριστ.