Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τεκμαίρομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τεκμαίρομαι, μέλ. τεκμᾰροῦμαι, αόρ. ἐτεκμηράμην, Επικ. τεκμηράμην· αποθ. (τέκμαρ
Α. I.
δηλώνω με σημάδι ή όριο, ορίζω, διατάσσω, σε Όμηρ.· επιβάλλω έργο σε κάποιον, προστάζω, ορίζω, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., σχεδιάζω, έχω σκοπό να πράξω, σε Ομηρ. Ύμν. II. κρίνω από σημεία και ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη για κάποιο πράγμα, εικάζω, υπολογίζω, αποφαίνομαι, σε Ευρ.· απόλ., συμπεραίνω, σε Ξεν.· λόγος στον οποίο κάποιος στηρίζεται και εικάζει, συνήθως εκφέρεται με δοτ., ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι, να σχηματίζεις κρίση μέσα από τις έμπυρες θυσίες, σε Πίνδ.· τεκμαίρομαι ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι, σε Αισχύλ.· τὰ καινὰ τοῖς πάλαι, σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., τεκμαίρομαι τοῦτο οὕτω ἕξειν, σε Ξεν. Β. Ο Ενεργ. τύπος τεκμαίρω απαντά στους ποιητές, δείχνω μέσα από κάποιο σημάδι ή ένδειξη, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον, η περίσταση αποδεικνύει τον κάθε άνθρωπο (δηλ. δείχνει την αξία του, κ.λπ.), σε Πίνδ.· τεκμαίρει ἰδεῖν, παρέχει σημάδια (στους ανθρώπους) ώστε να δουν, στον ίδ.· τέκμηρον, ὅτι μ' ἐπαμμένει παθεῖν, μου δείχνει τί με περιμένει να υποφέρω, σε Αισχύλ.