LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τεκμήριον"
- τεκμήριον, τό (τεκμαίρομαι)· I. όπως το τέκμαρ II, βέβαιο σημάδι ή απόδειξη, σε Ηρόδ., Αττ. II. θετική απόδειξη (κυρίως λέγεται για συλλογισμό), σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· στην Αττ. πεζογραφία, τεκμήριον δέ, ως ανεξάρτητη πρόταση, η απόδειξη αυτού είναι το εξής (αυτό που ακολουθεί), σε Θουκ. κ.λπ.