LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τειχοποιός"
- τειχο-ποιός, -όν (ποιέω)· I. αυτός που χτίζει τείχη ή οχυρώματα, σε Λουκ. II. οἱ τειχοποιοί στην Αθήνα, ήταν εκλεγμένοι άρχοντες επιφορτισμένοι με την επιστασία της επισκευής των τειχών της πόλης, σε Δημ., Αισχίν.