Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ταῦρος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ταῦρος, , αρσενικό βόδι, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, ταῦρος βοῦς, όπως σῦς κάπρος, κίρκος ἴρηξ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν ταῦρον, προμάντευμα της Κασσάνδρας για τον Αγαμέμνονα και την γυναίκα του, σε Αισχύλ.
ταυροσφᾰγέω, μέλ. ταυροσφαγήσω, σφάζω ταύρο, ταυροσφαγέω ἐς σάκος, κόβω το λαιμό του ταύρου (έτσι ώστε το αίμα να κυλήσει) στο κοίλο μέρος της ασπίδας, σε Αισχύλ.
ταυρο-σφάγος[ᾰ], -ον (σφάττω), αυτός που σφάζει ταύρους, κυρίως λέγεται για θυσία, σε Σοφ.