Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ταχύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τᾰχύς[ῠ], -εῖα, , λέγεται για κίνηση,
Α. I.
ταχύς, ορμητικός, γρήγορος, αντίθ. του βραδύς, σε Όμηρ. κ.λπ.· ταχὺς πόδας, σε Ομήρ. Ιλ.· ταχὺ θέειν, σε Όμηρ. II. 1. λέγεται για σκέψη και σκοπό, γρήγορος, βιαστικός, φρονεῖν γάρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, σε Σοφ.· με απαρ., βλάπτειν ταχύς, σε Αριστοφ.· τὸ ταχύ, ταχύτητα, σπουδή, σε Ευρ. 2. ομοίως, λέγεται για πράξεις, ενέργειες, γεγονότα κ.λπ.· γρήγορος, ταχύς, αιφνίδιος, πήδημα, σε Σοφ.· πόλεμος, σε Θουκ.· ταχεῖαι ἐλπίδες, γρήγορα παρερχόμενες (σύντομες) ελπίδες, σε Πίνδ. Β. επίρρ., I. 1. στον ομαλό τύπο τᾰχέως, γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2. το επίρρ. εκφέρεται επίσης περιφραστικά, διά ταχέων, με σπουδή, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐκ ταχείας, σε Σοφ.· πρβλ. τάχος II. 3. ουδ. ταχύ ως επίρρ., στον ίδ. κ.λπ.· πιο συχνά τάχα (βλ. αυτ.). Γ. Βαθμοί σύγκρισης: I. Συγκρ.: 1. ομαλός τύπος τᾰχύτερος, , -ον, σε Ηρόδ. 2.θάσσων, ουδ. θᾶσσον, γεν. θάσσονος, νεώτ. Αττ. θάττων, ουδ. θᾶττον, σε Όμηρ., Αττ.· ουδ. ως επίρρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· θᾶσσον ἂν κλύοιμι, γρηγορότερα, δηλ. θα προτιμούσα να άκουγα, σε Σοφ.· επίσης, το θᾶσσον, όπως το Λατ. ocius, συχνά υπάρχει αντί του θετικού βαθμού, οὐ θᾶσσον οἴσεις; δηλ. δεν θα σπεύσεις να το φέρεις; στον ίδ.· ὅτιθᾶσσον, όπως το ὅτι τάχιστα, σε Θεόκρ.· ἐπειδὰν θᾶσσον, σε Πλάτ. 3. ο τύπος ταχίων [ῑ], ουδ. τάχιον, βρίσκεται σπανίως στα δοκίμια των Αττ. II. 1. ο ομαλός υπερθ. ταχύτατος είναι σπάνιος, σε Πίνδ.· ταχύτατα, ως επίρρ., σε Ξεν. 2. ο συνήθης τύπος είναι τάχιστος, , -ον, κυρίως στον πληθ. ουδ. τάχιστα ως επίρρ., ὅττι τάχιστα, όσο το δυνατόν ταχύτερα, Λατ. quam celerrime, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. ὅτι τάχιστα, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως, ὅσον τάχιστα, σε Αισχύλ.· ὡς τάχιστα, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅπως τάχιστα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· αυτές είναι ελλειπτικές φράσεις (βλ. κατωτ.), ὡς δυνατὸν τάχιστα, σε Ηρόδ.· ὡς ή ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστοι, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης, μετά από χρονικά μόρια, όπως το Λατ. quum primum, ἐπεὶ (Ιων. ἐπεί τε) τάχιστα, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐπειδὴ τάχιστα, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐπεὰν ή ἐπήν, ἐπάν, ἐπειδάν τάχιστα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὅταν τάχιστα, σε Ξεν. 3. συχνά επίσης και στους πεζογράφους, τὴν ταχίστην (ενν. ὁδόν), ως επίρρ., με τον ταχύτερο δρόμο, δηλ. περισσότερο γρήγορα, σε Ηρόδ. κ.λπ.